Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Οι έντονες ερωτικές σχέσεις του Αριστοτέλη Ωνάση


15 Μαρτίου του 1975. Στο Παρίσι βρέχει, για ώρες. Νοσοκομείο Βίκτορ Χούγκο. Ο θρύλος Αριστοτέλης Ωνάσης τελειώνει. Μόνος, δυστυχισμένος. Είναι χτυπημένος από την τρομερή μυασθένεια Γκράβις. «Με τιμωρεί ο Θεός, λέει, γιατί πάντα δάγκωνα περισσότερο από όσο μπορούσα να μασήσω», βογκούσε. Βυθίζεται σε κωματώδεις, ύπνους, βλέπει όνειρα, οράματα, αγγέλους; Όποιες σκιές, τέλος πάντων, περιμένουν τα ανθρώπινα πλάσματα, πλούσια ή φτωχά, θρυλικά ή όχι, μύθους ή απλούς θνητούς,
στο τέλος του χρόνου τους. Να ισχύει αυτό που λένε πως η ζωή, πριν το τέλος, περνάει σαν ταινία μπροστά σου; Να θυμήθηκε εκείνος τις γυναίκες – τρόπαια, τις γυναίκες μόνο για σχέσεις της μιας βραδιάς, ή εκείνη την ντίβα που η φωνή της είναι το τελειότερο δείγμα της ψυχής όλης της ανθρωπότητας;


Στην αρχή ήταν η Κλόντια Μούτζο, μια Ιταλίδα σοπράνο. Την γνώρισε προπολεμικά, στο Μπουένος Αϊρες, την εποχή που ήταν άφραγκος και δούλευε νυχτερινός τηλεφωνητής. Η Μούτζο, πολύ κοσμική, πολύ διάσημη, του άνοιξε τις πόρτες στον πλούσιο κύκλο της. Του έμαθε να ντύνεται, να φέρεται, να χορεύει. Ο Αρίστος την έπεισε να καπνίσει δημόσια -κάτι που ως τότε θεωρείτο ανήθικο για τις γυναίκες-  για να διαφημίσει τα φτηνά, τούρκικα τσιγάρα που έφτιαχνε. Με τα καπνά, έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο και μεταπήδησε στα βαπόρια, όπως ονειρευότανε πάντα.

Την Ίνγκεμπορ Ντέντιχεν, Νορβηγίδα, κόρη εφοπλιστή, πάμπλουτη τη γνώρισε πάνω σε ένα υπερωκεάνιο, με προορισμό τη Γένοβα. Μείναν μαζί για δώδεκα χρόνια. Τη φώναζε «Μαμίτα», την αγαπούσε με πάθος, τη ζήλευε παράφορα, της έκανε σκηνές δημόσια, συμφιλιώνονταν ιδιωτικά. Κάθε φορά που χώριζαν της έγραφε τρελά, ερωτικά, συγκινητικά γράμματα. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έβαλε λυτούς και δεμένους για να τη βγάλει από την κατεχόμενη Γαλλία και να την φέρει στην Αμερική, όπου έζησαν για λίγο, σαν “κανονικό” ζευγάρι.

Ύστερα, μια μέρα, έπεσε πάνω στην Τζεραλντίν Σπέρκλς. Ήταν η κόρη του βασιλιά της ζάχαρης. Ο Άρης την έκανε να γελάει. Στα 22 της σηκώθηκε και έφυγε για την Καλιφόρνια. Άρχισε και εκείνος να πηγαινοέρχεται στο Λος Άντζελες. Όταν δεν έβλεπε την Τζεραλντίν, γέμιζε το κρεβάτι του με σταρ. Η Πολέτ Γκοντάρ, η Γαλλίδα σεξοβόμβα Σιμόν Σιμόν, η Γκλόρια Σβάνσον, η Βερόνικα Λέικ. Η κληρονόμος του υποσχέθηκε να τον παντρευτεί, αλλά λίγο πριν το γάμο τους στο Σαν Φρανσίσκο, ματαίωσε τα πάντα. Ο Αρίστος γύρισε στη «Μαμίτα», όμως η σχέση τους είχε μπεί πια σε νέα φάση, αυτή του αλκοόλ, του ξύλου και της μετάνοιας. Την έδερνε τόσο άσχημα που και ο ίδιος τρόμαζε. Η ιστορία τους έληξε άδοξα.

Η πιο διάσημη ίσως, από τις διάσημες, άγνωστες ερωμένες του ήταν η Εβίτα Περόν.Συναντήθηκαν, στις αρχές του ’48, στο Hotel de Paris, στο Μόντε Κάρλο. Εκείνος έκανε διακοπές με την Τίνα τη σύζυγό του και η Εβίτα ταξίδευε για «αναψυχή και κρατικές υποθέσεις» συνοδευόμενη από τον φίλο του Ωνάση, Αλμπέρτο Ντοντέρο. Ο μεγιστάνας γοητεύτηκε αμέσως από την «Αγία των Φτωχών». Ο φίλος του, του αποκάλυψε πως η Εύα μάζευε από παντού συνδρομές για το Ίδρυμά της - δέκα χιλιάδες δολάρια δεν έφταναν τάχα για “δόλωμα”; Λεφτά και σεξ, όπως πάντα! Η Εβίτα τον δέχτηκε στη βίλα της Σάντα Μαργκερίτα στην ιταλική Ριβιέρα. Έκαναν έρωτα και μετά του έφτιαξε αυγά ομελέτα. «Ήταν η πιο ακριβή ομελέτα που έχω φάει στη ζωή μου», θα έλεγε αργότερα ο Αρίστος, «και έχω φάει πολλές».

Λεπτή, ξανθιά, κόρη ενός εκ των πανίσχυρων μεγαλοεφοπλιστών της εποχής, η Τίνα Λιβανούείναι στα δεκατέσσερά της και η Ευγενία η αδελφή της στα δεκάξι της ζουν την ανέφελη ζωή δύο “χρυσών” κληρονόμων, όταν την γνωρίζει ο Ωνάσης. Όταν φτάνει η ώρα να τη ζητήσει από τον πατέρα της, ο γέρο-Λιβανός αρνείται. Άλλωστε, έχει, ήδη, απορρίψει έναν υποψήφιο γαμπρό- τον Σταύρο Νιάρχο - με το πρόσχημα πως η μικρή του κόρη είναι παιδί ακόμη και πως η αδελφή της πρέπει να παντρευτεί πρώτη. Δυστυχώς, ο Χιώτης καραβοκύρης έχει υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο. H Τίνα είναι πολύ ερωτευμένη και ο Ωνάσης πολύ αποφασισμένος να γίνει δικό του αυτό το κορίτσι-έπαθλο, αυτό το «εισιτήριο» σε κύκλους που ως τότε βάζουν τα δυνατά τους να τον αγνοήσουν.
Ο γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τίνας Λιβανού θα γίνει εν τέλει στις 28 Δεκεμβρίου του 1946 στο Ελληνικό Ορθόδοξο Καθεδρικό ναό της Νέας Υόρκης, με κουμπάρο τον εφοπλιστή Ανδρέα Εμπειρίκο και καλεσμένη την αφρόκρεμα του jet-set. Η Τίνα, πιστεύει ο Ωνάσης, είναι για πάντα δική του. Την κατέχει. Είναι μια Ελληνίδα σύζυγος.

Όταν μαθαίνει για ένα ρομάντζο της γυναίκας του με τον νεαρό, Βραζιλιάνο εκατομμυριούχο και playboy Ρεϊνάλντο Χερέρα, πέφτει από τα σύννεφα! Ρεβάνς! Καμιά γυναίκα, δεν αφήνει τον Ωνάση. Μπαίνει στο προσκήνιο η θεϊκή Κάλλας. Ήταν άραγε έρωτας αληθινός, μεγάλος; Ή μήπως εκδίκηση; Η πάλι ένας ακόμα τρόπος να τον προσέξει ο πλανήτης; Τον Νοέμβρη του ’59 η κυρία Λιβανού- Ωνάση υποβάλλει αίτηση διαζυγίου στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης λόγω μοιχείας - η μόνη αιτία διαζυγίου που αναγνωριζόταν τότε στη Νέα Υόρκη- ζητώντας την κηδεμονία του Αλέξανδρου και της Χριστίνας. Το παιχνίδι έχει τελειώσει και ο γάμος της το ίδιο. Ακόμα κι έτσι, αρνείται να παραδεχτεί δημόσια πως η Κάλλας της έκλεψε τον άντρα.


Την Μαρία Κάλλας, ή Καλογεροπούλου που ο Ωνάσης την συνάντησε το 1957, σε έναν χορό της ιέρειας του κοσμικού κουτσομπολιού Eλσας Μάξγουελ, στη Βενετία. Ήταν δυο σπουδαίοι Έλληνες, η «η πιο σπουδαία φωνή που παρουσιάστηκε ποτέ στη γη» όπως την αποκαλούσε ο τύπος και ο Αρίστος, πάλι, είναι «ο κύριος 100.000 δολάρια την ώρα». Ξαφνικά, τον Δεκέμβρη του ’58, την ημέρα του ντεμπούτου της στο Παρίσι, της στέλνει ανώνυμα λουλούδια στο ξενοδοχείο της. Ύστερα, όλη τη μέρα φτάνουν στο καμαρίνι της καλάθια με τριαντάφυλλα και τρυφερά μπιλιέτα με ευχές, γραμμένες στα ελληνικά. Χωρίς υπογραφή. Στο τελευταίο μπουκέτο, η αποκάλυψη: Αριστοτέλης Ωνάσης. Η ντίβα εντυπωσιάζεται. Τη φλερτάρει, τη γοητεύει. Όταν η Κάλλας ανοίγει το Κόβεν Γκάρντεν με «Μήδεια», ο Ωνάσης είναι πάλι εκεί και στο πάρτι μετά την παράσταση βάζει τους μουσικούς να παίζουν όλη νύχτα τανγκό για χάρη της.

Το καλοκαίρι του 63, η Τζάκι Μπουβιέ – Κένεντι και η αδελφή της, θα βρεθούν στη Χριστίνα, το θρυλικό σκάφος του Ωνάση για κρουαζιέρα. Η πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, σύζυγος του Κένεντι, φυσικά, είναι ένα πανίσχυρο εργαλείο για τις σχέσεις του με τον Λευκό Οίκο. Η μυστικότητα, λένε οι βιογράφοι του, ήταν η καρδιά όλων των επιτυχιών του Ωνάση. Και, με τη Τζάκι, ιδίως μετά τη δολοφονία του JFK, η μυστικότητα ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Ο Ωνάσης ήταν ερωτευμένος με τη Δύναμη της Αγίας Χήρας. Και η Τζάκι, που έβλεπε στον ύπνο της αίματα να λεκιάζουν το ροζ ταγιέρ της και φοβόταν πως κάποιος θα απήγαγε τα παιδιά της, ήξερε πως ο Αρίστος μπορούσε να της προσφέρει κάτι παραπάνω από πλούτη: νύχτες δίχως όνειρα.
Μετά τον γάμο, η Τζάκι ξοδεύει πολλά, πετάει εκατομμύρια από το παράθυρο. Είναι ψυχρή, αδιάφορη, ταξιδεύει, βλέπει τους φίλους της, περιφρονεί τους δικούς του. Στη Νέα Υόρκη, ζουν χωριστά, σαν ξένοι. Εκείνη στο διαμέρισμά της στην 5η Λεωφόρο, εκείνος στη σουίτα του στο τελευταίο πάτωμα του Πιέρ. Συναντιούνται πότε πότε για να φάνε μαζί, αμίλητοι, βιαστικοί, αδιάφοροι. Πριν κλείσουν δύο χρόνια παντρεμένοι, ο Αρίστος συζητάει για διαζύγιο. Εκείνη του το αποκλείει. Ύστερα, ξαφνικά, δεν υπάρχει καιρός γι’ αυτό.  Η Τίνα παντρεύεται τον Νιάρχο, τον αιώνιο αντίπαλο του, η Χριστίνα έναν πενηντάρη Εβραίο κτηματομεσίτη, η αγορά των τάνκερ περνάει κρίση.
Στις 22  Ιανουαρίου του ’72, το Piaggio του Αλέξανδρου πέφτει και το κρανίο του γίνεται κομμάτια. Η οικογένεια, συγκλονισμένη, περιμένει το τέλος, η αγαπημένη του Φιόνα φον Τίσεν σπαράζει. Η Τζάκι την πλησιάζει διακριτικά: μήπως πρόλαβε ο Αλέξανδρος να της πει τι αποζημίωση σκόπευε να της δώσει ο Άρης αν έπαιρναν διαζύγιο; 
Σε όλη την εποχή του γάμου του με την Τζάκι, ο Ωνάσης μπαινόβγαινε στο διαμέρισμα της Κάλλας, στο Παρίσι. Εκείνη λέει: «Δεν υπάρχει τίποτα πια με τον Άρη, αλλά έρχεται και μου μιλάει ελληνικά, χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα, με τα πόδια του στο σκαμπό». Όταν ο Αρίστος χάνει τον Αλέξανδρο, όταν αρρωσταίνει, η πολυθρόνα θα είναι πάντα εκεί, όπως και η αγκαλιά της.
Άλλος ένα θάνατος. Ο δικός του! Η Κάλλας συντρίβεται. «Τίποτα, ποτέ, δεν θα είναι το ίδιο χωρίς αυτόν» λέει. Πολλές φορές, η Μαρίτσα - έτσι την έλεγε σμυρναίικα - πηγαίνει στο Σκορπιό και κλαίει απαρηγόρητη στον τάφο του, μονάχη, με ένα ναύτη να την περιμένει στη βενζινάκατο. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, τη βρίσκουν νεκρή, στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Χρήση βαρβιτουρικών, συγκοπή καρδιάς. Γιατί όχι; Και οι καρδιές, κάποτε, αδειάζουν…
Πηγή: Αλεξάνδρα Τσόλκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου